Οι αλλεργιολογικές δερματικές δοκιμασίες (αλλεργικά τεστ) είναι τριών τύπων: οι δοκιμασίες νυγμού, οι ενδοδερμικές δοκιμασίες και οι δοκιμασίες επικόλλησης. Όλες αποσκοπούν στην αναγνώριση του ειδικού αλλεργιογόνου που προκαλεί τα συμπτώματα του ασθενούς. Αυτό μπορεί να είναι αλλεργιογόνο της ατμόσφαιρας που προκαλεί αναπνευστική αλλεργία, τροφικό αλλεργιογόνο, χημική ουσία που προκαλεί αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής, φάρμακο ή δηλητήριο υμενοπτέρου (μέλισσας ή σφήκας).
Τονίζεται ότι ένα θετικό τεστ υποδηλώνει ευαισθητοποίηση σε κάποιο αλλεργιογόνο και όχι απαραίτητα κλινική νόσο. Για αυτόν το λόγο, έλεγχος σε κατά τα άλλα υγιή άτομα δεν ενθαρύνεται καθώς τα αποτελέσματα μπορεί να είναι παραπλανητικά και να προκαλέσουν ανησυχία ή, ακόμα χειρότερα, αναίτια θεραπευτική αντιμετώπιση! Μόνο παρουσία θετικού ιστορικού μπορούν τα αλλεργικά τεστ (αλλά και ο αιματολογικός έλεγχος που περιγράφεται παρακάτω) να αποδώσουν τα μέγιστα και να αποτελέσουν ένα ισχυρό όπλο στα χέρια του ιατρού.
Οι δερματικές δοκιμασίες νυγμού (skin prick tests) συνίστανται στην τοποθέτηση στο αντιβράχιο του ασθενούς, και σε απόσταση περίπου 3 εκατοστών μεταξύ τους, εκχυλισμάτων που περιέχουν σε αραιωμένη μορφή το υπό έλεγχο πιθανό αλλεργιογόνο. Ακολουθεί ανεπαίσθητος σκαριφισμός/τσίμπημα του δέρματος, με ξεχωριστό σκαριφιστή, δια μέσω του εκχυλίσματος και μετά από 15-20 λεπτά γίνεται ανάγνωση του αποτελέσματος. Αν κάποιο τεστ είναι θετικό παρατηρείται τοπικά ήπια αντίδραση που μοιάζει με τσίμπημα κουνουπιού και η οποία υποχωρεί σε λίγες ώρες χωρίς να αφήνει οποιοδήποτε σημάδι. Οι δοκιμασίες νυγμού γίνονται σε οποιαδήποτε ηλικία και είναι εξαιρετικά αξιόπιστες. Στην περίπτωση αναπνευστικής αλλεργίας δοκιμάζονται τουλάχιστον 30-35 αλλεργιογόνα, περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα, για μεγαλύτερη ακρίβεια διάγνωσης. Σε περίπτωση που υποψιάζεστε κάποιο σπάνιο τροφικό αλλεργιογόνο καλό είναι να το προσκομίσετε προκειμένου να ελεγχθεί με ειδικό τρόπο. Απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνουν οι δοκιμασίες νυγμού είναι ο ασθενής να μην έχει λάβει αντιισταμινική αγωγή για τουλάχιστον 5 ημέρες.
Οι ενδοδερμικές δοκιμασίες γίνονται ως συνέχεια των δοκιμασιών νυγμού στη φαρμακευτική αλλεργία και την αλλεργία σε υμενόπτερα. Συνίστανται στη χορήγηση μικρής ποσότητας αλλεργιογόνου, σε συγκεκριμένη πάντα συγκέντρωση, ακριβώς κάτω από την επιφανειακή στοιβάδα του δέρματος όπως γίνεται και στη δοκιμασία φυματίωσης (Mantoux). Τα αποτελέσματα διαβάζονται συνήθως σε 20 λεπτά, ειδικά όμως για τη φαρμακευτική αλλεργία μπορεί να χρειαστεί ανάγνωση και στις 48 ώρες.
Οι δοκιμασίες επικόλλησης (atopy patch tests) χρησιμοποιούνται κυρίως στη διάγνωση της αλλεργικής δερματίτιδας εξ επαφής αλλά και σε συγκεκριμένενες τροφικές αλλεργικές νόσους καθυστερημένης αντίδρασης (όπως η ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα, η αλλεργική πρωκτοκολίτιδα και η τροφοεξαρτώμενη ατοπική δερματίτιδα). Σειρά από μικρούς χάρτινους δίσκους, εμποτισμένων με αλλεργιογόνα, τοποθετείται στην πλάτη του ασθενούς και στερεώνεται με κολλητική ταινία. Παραμένει σε επαφή με το δέρμα για 48 ώρες και μετά αφαιρείται. Η ανάγνωση των αποτελεσμάτων γίνεται στις 48 και τις 72 ή 96 ώρες από την τοποθέτηση. Θετικά είναι τα τεστ όπου ανιχνεύεται ήπια τοπική αντίδραση. Καθ’όλες τις 72-96 ώρες ο ασθενής δε θα πρέπει να πλύνει τα σημεία όπου έχουν τοποθετηθεί τα τεστ και θα πρέπει κατά το δυνατόν να αποφύγει σωματική δραστηριότητα – ο ιδρώτας μπορεί να τα ξεκολλήσει και να μην είναι δυνατή η εξαγωγή συμπερασμάτων. Γι’αυτό και κατά κανόνα αποφεύγεται η εφαρμογή τους κατά τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες.
Αιματολογικός έλεγχος
Η δεύτερη κατηγορία αλλεργιολογικών εξετάσεων είναι ο αιματολογικός έλεγχος. Χρησιμοποιείται εκτενώς στη διάγνωση της αναπνευστικής και τροφικής αλλεργίας αλλά και τη φαρμακευτική και την αλλεργία στα υμενόπτερα έντομα. Η ταυτόχρονη τέλεσή του μαζί με τα δερματικά τεστ αφενός δρα επιβεβαιωτικά, αφετέρου συμβάλλει στην αύξηση της διαγνωστικής ευαισθησίας. Παράλληλα έχει σημαντικότατο ρόλο στη διαχρονική παρακολούθηση της βαρύτητας της νόσου αλλά και στο σχηματισμό θεραπευτικού πλάνου από τον ιατρό λόγω της προγνωστικής του αξίας.
Τα αιματολογικά τεστ, ανάλογα με την εργαστηριακή μέθοδο που ακολουθείται, ονομάζονται RAST ή CAP και υπολογίζουν την ποσότητα των ειδικών αντισωμάτων (ειδικά IgE) που αναγνωρίζουν τα αλλεργιογόνα και επομένως είναι υπεύθυνα για τις αλλεργικές εκδηλώσεις. Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί ο εξαιρετικά σημαντικός, λεπτομερής έλεγχος έναντι συγκεκριμένων πρωτεϊνών με τη χρήση ανασυνδιασμένων αλλεργιογόνων (components). Παράλληλα, η γνώση σχετικά με τη σημασία και την ερμηνεία των αποτελεσμάτων έχει πολλαπλασιαστεί και έχει κυριολεκτικά αλλάξει τον τρόπο που προσεγγίζονται οι αλλεργίες.
Όπως προαναφέρθηκε, θετικές αιματολογικές εξετάσεις υποδηλώνουν ευαισθητοποίηση του ασθενούς και μόνο, όχι απαραίτητα αλλεργία! Επομένως χρειάζεται μεγάλη προσοχή πριν την εξαγωγή συμπερασμάτων και, ακόμα περισσότερο, ενδεχόμενη θεραπευτική παρέμβαση.